σάπφειρος

σάπφειρος
σάπφειρ-ος (proparox.), ,
A lapis lazuli, of which two chief kinds, κυανῆ and χρυσῆ, are mentioned by Thphr.Lap.23,37, D.P.1105; cf. LXX Ex.24.10, al., J.AJ3.7.5, Peripl. M.Rubr.39. (Cf. Hebr. sappīr, perh. not Semitic.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σάπφειρος — lapis lazuli fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάπφειρος — Πολύτιμος λίθος, με βαθύ γαλάζιο χρώμα, εξαιτίας των ιχνών σίδηρου και τιτάνιου που περιέχει. Τα σημαντικότερα κοιτάσματα σ. βρίσκονται στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και ανατολικός σ. για να διακρίνεται από άλλους… …   Dictionary of Greek

  • σάπφειρος — ο βλ. ζαφείρι, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαπφείροιο — σάπφειρος lapis lazuli fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφείροις — σάπφειρος lapis lazuli fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφείρου — σάπφειρος lapis lazuli fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφείρους — σάπφειρος lapis lazuli fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφείρων — σάπφειρος lapis lazuli fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαπφείρῳ — σάπφειρος lapis lazuli fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάπφειροι — σάπφειρος lapis lazuli fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάπφειρον — σάπφειρος lapis lazuli fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”